- ἀπολαύοντες
- ἀπολαύωhave enjoyment ofpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απολαύω — (AM ἀπολαύω) 1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος 2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι νεοελλ. (με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος αρχ. 1. βγαίνω ωφελημένος 2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό 3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως… … Dictionary of Greek
υποκολακεύω — Α κολακεύω με επιτήδειο τρόπο («ἀπολαυόντες εὐδαιμονίας καὶ ὑποκολακευόμενοι καὶ ῥαθυμοῡντες τρέπωνται πρὸς ὕβριν», Πολ.) … Dictionary of Greek